ΕΜΕΙΣ

ΑΡΧΕΣ, ΘΕΣΕΙΣ & ΣΤΡΑΤΗΤΙΚΗ

 

Α. ΑΞΙΑΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ

Ένας κόσμος όπου η αλληλεγγύη είναι καθημερινή πρακτική, είναι ένας δίκαιος κόσμος.

 

 «Η Αναρχία από κοινού με τον σοσιαλισμό, έχει ως βάση της, ως σημείο εκκίνησής της, ως θεμελιώδες περιβάλλον της, την ισότητα των συνθηκών: ο φάρος της είναι η αλληλεγγύη και η ελευθερία είναι η μέθοδος της […] Δεν είναι τελειότητα, δεν είναι το απόλυτο ιδανικό το οποίο, όπως ο ορίζοντας, απομακρύνεται τόσο γρήγορα όσο τον πλησιάζουμε: αλλά είναι ο ανοιχτός δρόμος σε κάθε πρόοδο και βελτίωση για το όφελος του καθένα»

« Η Αναρχία είναι ελευθερία στην αλληλεγγύη. Είναι μόνο μέσω της εναρμόνισης των ενδιαφερόντων, μέσω της εθελοντικής συνεργασίας, μέσω της αγάπης, του σεβασμού και της αμοιβαίας ανεκτικότητας, είναι μέσω της πειθούς, του παραδείγματος και της μετάδοσης της καλοσύνης που μπορεί και πρέπει να θριαμβεύσει»

Ερρίκο Μαλατέστα

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ

Στην επιδίωξη δημιουργίας ενός ιδανικού κόσμου, όπου κάθε άνθρωπος θα είναι ελεύθερος να αναπτύσσεται και να ζει όσο το δυνατόν πιο ευτυχισμένα, η έννοια της αλληλεγγύης είναι αλληλένδετη με την ισότητα, την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Θέλουμε να φτιάξουμε έναν κόσμο, ο οποίος να βασίζεται στην αλληλοβοήθεια και στην αμοιβαία φροντίδα μεταξύ των ανθρώπων. Μια κοινωνία όπου θα στηρίζεται στην συνεργασία ως αποτέλεσμα εθελοντικής συμφωνίας και μίας συνάμα σκόπιμης εναρμόνισης των συμφερόντων.

Πιστεύουμε ότι μόνο η ολοκληρωμένη εφαρμογή της βασικής αρχής της αλληλεγγύης μπορεί να βάλει τέλος στις συγκρούσεις, στην καταπίεση και στην εκμετάλλευση. Η αλληλεγγύη αποτελεί ταυτόχρονα σκοπό και μέθοδο. Είναι η μέθοδος που θα εξασφαλίζει τον ισότιμο διαμοιρασμό του πλούτου που παράγουμε, την ισότιμη πρόσβαση σε όλες εκείνες τις συνθήκες που επιτρέπουν την ανάπτυξη κάθε ατόμου, χωρίς αποκλεισμούς και μεθόδους διαλογής. Η αλληλεγγύη προσφέρει δύναμη, αναπτύσσει την αυτόνομη και χειραφετημένη σκέψη, παρακινεί την ατομική πρωτοβουλία. Μία πρωτοβουλία που δεν υπηρετεί κανιβαλιστικές και ανταγωνιστικές διεκδικήσεις, αλλά αναδύεται ορμώμενη από την κοινωνική ενσυναίσθηση προσφέροντας λύσεις στα προβλήματα που προκαλούν οι ετερώνυμοι κρατικοί θεσμοί με κοινωνικώς ασύμμετρα «οργανογράμματα» τους. Η αλληλεγγύη αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα ιδεολογικά όπλα για την άμυνα των υποτελών, καθώς με την έμπρακτη αλληλοβοήθεια και το χτίσιμο δομών και σχέσεων με συνέπεια στον χρόνο, μπορούν να αντέξουν οι αδύναμοι τις επιθέσεις των κυρίαρχων.

Ο τρόπος για να πραγματοποιούμε την ιδανική κοινωνία, θα πρέπει να είναι η ελευθερία και ποτέ ο καταναγκασμός και η επιβολή.

Όσον αφορά την αλληλεγγύη μας προς αγωνιστές άλλων πολιτικών χώρων, για εμάς, η αλληλεγγύη επεκτείνεται πέρα από τους στενούς κύκλους των αναρχικών και απευθύνεται σε όλους τους αδικημένους. Ως αναρχικοί δε θα μπορούσαμε να δράσουμε μη αλληλέγγυα απέναντι στους εκμεταλλευόμενους άλλων οργανώσεων και ομάδων.

«Θέλουμε ν’ αλλάξουμε ριζικά αυτήν την κατάσταση πραγμάτων. Κι εφόσον όλα αυτά τα δεινά απορρέουν απ’ τον ασυμφιλίωτο αγώνα ανάμεσα στους ανθρώπους, από την επιδίωξη της ευημερίας του καθένα για τον εαυτό του και ενάντια στους άλλους, θέλουμε να αντικαταστήσουμε το μίσος με την αγάπη, τον ανταγωνισμό με την αλληλεγγύη, την ατομική επιδίωξη της προσωπικής ευημερίας με την αδελφική συνεργασία για την ευημερία όλων, την καταπίεση με την ελευθερία, το θρησκευτικό και επιστημονικό ψέμα με την αλήθεια.»

Ερρίκο Μαλατέστα

«Το ίδιο το γεγονός, ότι ένα άτομο έχει συνείδηση του εαυτού του, ότι είναι διαφορετικό από τους άλλους, δημιουργεί την επιθυμία να ενεργεί ελεύθερα. Η λαχτάρα για ελευθερία και αυτοέκφραση είναι ένα πολύ θεμελιώδες και κυρίαρχο χαρακτηριστικό […] ο αναρχισμός προτείνει τη διάσωση του αυτοσεβασμού και της ανεξαρτησίας του ατόμου από κάθε περιορισμό και εισβολή της εξουσίας. Μόνο εντός της ελευθερίας μπορεί ο άνθρωπος να αρθεί στο πλήρες ανάστημά του. Μόνο μέσα στην ελευθερία θα μάθει να σκέφτεται, να κινείται και να προσφέρει τον καλύτερο εαυτό του. Μόνο στην ελευθερία θα συνειδητοποιήσει την πραγματική δύναμη των κοινωνικών δεσμών που συνδέουν τους ανθρώπους μεταξύ τους και που αποτελούν τα πραγματικά θεμέλια μιας φυσιολογικής κοινωνικής ζωής.»

 Emma Goldman

«για να εκπαιδευτούν οι άνθρωποι στην ελευθερία και στη διαχείριση των δικών τους υποθέσεων, πρέπει να αφεθούν να ενεργήσουν μόνοι τους, να αισθάνονται υπεύθυνοι για τις πράξεις τους, για το καλό ή το κακό που προκύπτει από αυτές. Θα έκαναν λάθη, αλλά θα μάθαιναν από τις συνέπειες των λαθών τους και θα δοκίμαζαν νέους τρόπους.»-

Ερρίκο Μαλατέστα

 

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΙΣΟΤΗΤΑ

Η αφετηρία της αναρχικής σκέψης είναι πως οι άνθρωποι πρέπει να ζουν ελεύθεροι. Να συνεργάζονται, να δημιουργούν να ερωτεύονται ελεύθερα μεταξύ τους, χωρίς καταναγκασμούς και βία. Αντιλαμβανόμαστε την ελευθερία ως την ανάπτυξη των δεξιοτήτων, της δημιουργικότητας και της προσωπικότητας των ανθρώπων ως άτομα και ως κοινωνικές ομάδες. Ως την εθελούσια επιλογή και εμπλοκή, ως την εξίσου πρόσβασης στις ίδιες συνθήκες. Δηλαδή την ίση πρόσβαση στην υγεία, σωματική και ψυχική, στην γνώση, στην κοινωνική συσχέτιση, στην πολιτική εμπλοκή, στην εξασφάλιση του βιοπορισμού και όχι απλά της επιβίωσης, στον ελεύθερο χρόνο και στην κατά το δοκούν αξιοποίησή του.

Ο παραπάνω δρόμος αποτελεί τον μοναδικό για την επίτευξη της πολυπόθητης ισότητας μεταξύ των ανθρώπων, ιδωμένης όχι ως εξισωτικός διαμοιρασμός, ούτε ως μία ισοπεδωτική ομοιομορφία. Αλλά ως την πραγμάτωση της θέσης του ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, με σεβασμό και κατανόηση στην ποικιλότητα των ατομικών δυνατοτήτων, επιθυμιών και αναγκών.

Στην αντίπερα όχθη, ο νεωτερικός κρατικός φιλευθερισμός αποκρυσταλλώνει την έννοια της ελευθερίας στο εξής ιστορικό ρητό του Wendell Holmes. «Η ελευθερία του ενός τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου.» Αποκρυπτογραφώντας αυτήν την φράση, η ελευθερία ερμηνεύεται ως ένα δικαίωμα που ο καθένας κατέχει διαφορετικά, ως μία μορφή ατομικής ιδιοκτησίας, ως το πεδίο σύγκρουσης αποκομμένων αντίπαλων μονάδων. Προϋπόθεση αυτής της φιλοσοφίας καταλήγει να μην είναι τελικά η ελευθερία αλλά ο περιορισμός αυτής διά μέσω της εξουσίας.                                                                                                                                                                         

Για τον αναρχισμό η ελευθερία του ατόμου ενισχύεται από την ελευθερία του άλλου. Δεν μπορεί να νοηθεί ατομική ελευθερία, χωρίς την συλλογική. Η ελευθερία ως σχεσιακή και μόνο, μπορεί να αξιωθεί, καθώς την αντιλαμβανόμαστε ως εθελούσια συμμετοχή. Η εθελούσια και ελεύθερη συμμετοχή είναι και το κλειδί για την ανάληψη από τα άτομα και των ευθυνών των πράξεών τους εντός του συλλογικού. Όταν τα άτομα επιλέγουν μόνα τους, εμπλέκονται, συνδιαμορφώνουν, συνκατασκευάζουν, τότε μόνον ενδιαφέρονται και αναλαμβάνουν τις ευθύνες των πράξεών τους, γιατί είναι δικές τους οι αποφάσεις, δική τους η δημιουργία. Δομείται έτσι μια κοινωνία ατόμων που συνειδητά και ενεργητικά έχουν επιλέξει να αποφασίζουν από κοινού, να δημιουργούν, να γκρεμίζουν, να διορθώνουν, να ξαναχτίζουν, να περιφρουρούν τις συλλογικές συμφωνίες, να ασκούν κριτική και αυτοκριτική. Τα άτομα δεν θα πρέπει απλά να συναινούν και να δέχονται αποφάσεις που θα λαμβάνουν κάποιοι άλλοι για αυτά, αλλά να συνδομούν και να αποδέχονται τις συλλογικές αποφάσεις, όντα συμμέτοχα στις διαδικασίες λήψης τους. Όσο διατηρούν αυτή την ιδιότητα, εξασφαλίζεται και η συνεχής επαγρύπνηση για το συλλογικό κεκτημένο, ότι όντως είναι αποτέλεσμα και αποτελεί έναν κοινό τόπο όλων των μελών και αποτρέπεται η διάκριση σε καθοδηγητές και καθοδηγούμενους.

 

ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ

Μέσα από αιώνες συγκρούσεων και αγώνων ανάμεσα στους ανθρώπους, μέσα από μια μακρόχρονη διαδικασία συσσώρευσης γνώσης, πλούτου και ισχύος, οι περισσότεροι άνθρωποι υποφέρουν και σχεδόν όλες οι σχέσεις διέπονται από εξουσία και εκμετάλλευση.

Ως αναρχικές δεν ιεραρχούμε αξιακά τις διάφορες μορφές καταπίεσης σε πρωτεύουσες και δευτερεύουσες. Αντιλαμβανόμαστε ότι οι διάφορες μορφές εξουσίας διαπλέκονται μεταξύ τους, διαπερνούν όλες μας τις σχέσεις και οι πολλαπλές καταπιέσεις δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας κεντρικής αντίθεσης. Δεν υπάρχει, δηλαδή, κάποια μορφή καταπίεσης που διαχωρίζεται από τις υπόλοιπες και τις γεννάει. Αν, λοιπόν, κάναμε κάποιον τέτοιο διαχωρισμό, απλώς θα αρνούμασταν να πολεμήσουμε εκείνες τις εξουσιαστικές σχέσεις στις οποίες φέρουμε το ρόλο του καταπιεστή. Στόχος μας είναι η καταστροφή όλων των εξουσιαστικών σχέσεων και στεκόμαστε ενάντια σε κάθε ιεραρχική δομή και σε κάθε πρακτική επιβολής. Για αυτό το λόγο, επιλέγουμε να δρούμε ενάντια στο κράτος, τα κόμματα, την πατριαρχία, τους θεσμικούς φορείς και το κεφάλαιο, προτάσσοντας την κοινωνική χειραφέτηση και αυτονομία.

Η πιο σημαντική, ίσως, διαφορά των αναρχικών από τα άλλα επαναστατικά κινήματα είναι η συνειδητοποίηση ότι ο εχθρός δεν είναι μόνο ένα σύστημα εκμετάλλευσης (ακόμα και αν κυριαρχεί σε κάποια δεδομένη ιστορική στιγμή), αλλά η εξουσία και η κυριαρχία στο σύνολό της. Αυτή η θεωρητική συνειδητοποίηση πρέπει να δημιουργεί συγκεκριμένες υλικές συνέπειες και δεσμεύσεις. Οφείλουμε, λοιπόν, για αρχή να αναγνωρίζουμε ότι τέτοιες σχέσεις και τέτοιες δομές χτίζουμε μοιραία και στο εσωτερικό μας. Το ότι είμαστε αγωνιζόμενοι αναρχικοί δε σημαίνει ότι έχουμε ξεμπερδέψει με την ιδιοκτησία, την οικογένεια, τον σεξισμό και τον ρατσισμό, αντίθετα σημαίνει πως έχουμε υποχρέωση να προσπαθήσουμε να αναγνωρίσουμε τον τρόπο που αυτά τα εξουσιαστικά συστήματα αναπαράγονται στις κοινότητες και τις συνελεύσεις μας. Πρέπει να προσπαθούμε να οργανωνόμαστε με τέτοιο τρόπο, που να μπορούμε να εντοπίζουμε όλα αυτά και να δουλεύουμε για την κατάργησή τους.

 

Η εναντίωσή μας στην Κυριαρχία κάθε είδους δεν είναι μια επίθεση μόνο στις κυρίαρχες τάξεις ή τους θεσμούς τους, αλλά στην ίδια τη σχέση της Κυριαρχίας. Είναι και μια πάλη ενάντια στην εθελοδουλεία. Η κοινωνική επανάσταση που επιδιώκουμε θα στέκεται απέναντι στον κυρίαρχο αλλά και στον υποτελή που διαιωνίζει εθελούσια αυτόν τον κόσμο της Κυριαρχίας. Δεν αποδίδουμε, φυσικά, την ίδια ευθύνη στους κυρίαρχους και τους υποτελείς, αφού οι υποτελείς βρίσκονται εκ των πραγμάτων σε μειονεκτικότερη θέση. Αναγνωρίζουμε, όμως, ευθύνες όταν υπάρχουν οι δυνατότητες για αντίσταση στις σχέσεις εξουσίας κι εκμετάλλευσης και δεν επιλέγονται. Η κρίσιμη μάχη δεν είναι μόνο ανάμεσα σε καπιταλιστές και εργάτες ή ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες αλλά ανάμεσα σε εξουσιαστές και ελευθεριακούς.

 

 

ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ

«Για να γίνουμε ελεύθεροι, για να μπορεί ο καθένας ελευθέρα να φτάσει στο ανώτατο σημείο της ηθικής και υλικής ανάπτυξης και να χαρεί όλα τα αγαθά που μπορούν να δώσουν η φύση και η δουλειά, πρέπει όλοι να είναι ιδιοκτήτες [..] για να δουλεύουν και να παράγουν χωρίς να καταπιέζονται και χωρίς να τους εκμεταλλεύονται.»

Ερρίκο Μαλατέστα, «σκέψεις για το καθεστώς της ιδιοκτησίας μετά την επανάσταση»

 

Ξεκινάμε με την θέση ότι όλα τα συστήματα εξουσίας δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και εδραιωθούν χωρίς την ακρογωνιαίο λίθο τους, την ιδιοκτησία – ανθρώπων και ζώων, γαιών δια μέσω των γεωγραφικών περιφράξεων, των μέσων παραγωγής και τον αποκλεισμό των «άλλων» από την χρήση τους, της Γνώσης και της Πληροφορίας μέσω της μονοπωλιακής συγκέντρωσης της. Η ιδιοκτησία, η μονοπωλιακή και κύρια κατοχή οδηγεί ιστορικά στην συσσώρευση πόρων, πλούτου άρα δύναμης και αναπόφευκτα στη ανάδυση της Κυριαρχίας.

Όπως γράφουμε παραπάνω στην εννοιολογική της ελευθερίας, βασική μας επιδίωξη είναι η ελεύθερη πρόσβαση από όλους στα απαραίτητα μέσα για κάλυψη των αναγκών τους. Διά μέσω της εθελούσιας συνεργασίας και της συλλογικής δημιουργίας μπορεί μόνο να εξασφαλιστεί η ισότιμη κατανομή του παραχθέντος πλούτου.

 

 

 

 

Β. Θέσεις για τον κόσμο

Β.1 Γενικές Ιστορικές θέσεις

 

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Ο κοινωνικός πόλεμος είναι, ανέκαθεν, σύμφυτος με την κυριαρχική σχέση και τα συστήματά της. Διεξάγεται από όσους επιδιώκουν να γίνουν κυρίαρχοι ενάντια σε όσους αυτοί προσπαθούν να καθυποτάξουν. Έχει ως αντικειμενικό σκοπό να δημιουργήσει υποτελείς και να τους χρησιμοποιεί ως μέσο για την επίτευξη των σκοπών των κυρίαρχων. Η εξουσία και η εκμετάλλευση των υποτελών, είτε ως μέσα είτε ως σκοποί, μπορεί ιστορικά να παίρνουν διαφορετικές μορφές αλλά πάντα συναρτώνται με την αύξηση και την διατήρηση της ισχύος των κυρίαρχων. Είτε αναφερόμαστε σε μεγάλη κοινωνική κλίμακα (τάξεις, κράτη), είτε σε μικρή (προσωπικές σχέσεις, οικογένεια) ο κοινωνικός πόλεμος διεξάγεται από συγκεκριμένους δρώντες με συνειδητό τρόπο, σχέδιο και στρατηγική. Ωστόσο, ο κοινωνικός πόλεμος παίρνει μορφές και δημιουργεί κοινωνικές δομές και σχέσεις που τον βοηθούν να διεξάγεται με σταθερό και συνεχή τρόπο ή ακόμα και με όρους κοινωνικού αυτοματισμού. Αποτέλεσμα αυτού του χαρακτήρα του κοινωνικού πολέμου είναι η δραστηριότητα πολλών φορέων του κοινωνικού πολέμου πέραν των αρχικών δρώντων. Ως φορέα του κοινωνικού πολέμου ορίζουμε τον οποιονδήποτε μπορεί να συμμετέχει στην διεξαγωγή του (παραγωγή και αναπαραγωγή του) ανεξάρτητα από τη συνείδηση που έχει γι’ αυτή του την δραστηριότητα (π.χ. άνδρας ή γυναίκα στην πατριαρχική κυριαρχική σχέση). Κάνοντας αυτό το διαχωρισμό σε δρώντες και φορείς, αντιλαμβανόμαστε ότι οι ευθύνες που βαραίνουν την κάθε ομάδα ως προς τη διεξαγωγή του κοινωνικού πολέμου διαφέρουν. Σκοπός μας είναι να κάνουμε ορατούς τους δρώντες που διεξάγουν τον κοινωνικό πόλεμο, να αποκαλύπτουμε τις δομές που δημιουργεί μέσα στο κοινωνικό σώμα, να ενισχύουμε τη συνειδητοποίηση όλων των φορέων του που διατίθεται να εναντιωθούν σε αυτόν και να αγωνιζόμαστε έμπρακτα στο κοινωνικό επίπεδο για την αποτροπή της διεξαγωγής του ενάντια στους δρώντες, τους φορείς και τις δομές του.

Τον πόλεμο τον βλέπουμε καθημερινά. Από τα αστυνομικά τμήματα και τα κέντρα κράτησης μεταναστών ως τα σχολεία και τα πάρκα και από τους χώρους εργασίας μέχρι τις παρενοχλήσεις και τις κακοποιήσεις των γυναικών στα λεωφορεία και το δρόμο από άντρες, ένας καθημερινός πόλεμος μαίνεται από τους μικρούς και μεγάλους εξουσιαστές αυτού του κόσμου. Είμαστε υποχρεωμένες να πάρουμε θέση απέναντι του. Να φανερώσουμε την αδικία του, να οργανώσουμε τις άμυνες μας και να χτίζουμε βήμα βήμα έναν άλλο κόσμο ελευθερίας κι αλληλεγγύης.

Από τη δική μας πλευρά, είμαστε πεπεισμένοι ότι μόνο η αυτόνομη κοινωνική οργάνωση και ο αντιεξουσιαστικός αγώνας μπορούν να απαντήσουν στον πολύμορφο πόλεμο που δεχόμαστε. Ακριβώς επειδή είναι πολύμορφος, οι απαντήσεις πρέπει να δίνονται συμπεριληπτικά και συνολικά, ακόμα και αν εμείς που απαντάμε δεν έχουμε πάντα άμεσο συμφέρον. Απαντάμε έτσι όχι μόνο επειδή η εκμετάλλευση αρθρώνεται με όλους τους τρόπους, αλλά και γιατί με αυτούς τους τρόπους απάντησης δείχνουμε και ποιος είναι ο κόσμος που προσπαθούμε να χτίσουμε: ένας κόσμος ισότητας, ελευθερίας χωρίς καμία εξουσία και καμία μορφή εκμετάλλευσης.

 

ΠΡΟΝΟΜΙΑ-ΔΙΑΦΟΡΑ ΙΣΧΥΟΣ

Η κοινωνία που ζούμε είναι άδικη με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Μια τέτοια αδικία είναι πως αυτοί που έχουν πλεόνασμα δύναμης μπορούν πιο εύκολα να καλύπτουν τις ανάγκες τους, ενώ μπορούν και να το αξιοποιούν για να εκμεταλλεύονται συστηματικά τις πιο αδύναμες, με σκοπό να διαιωνίσουν αυτή τη διαφορά δύναμης και ισχύος. Με αυτόν τον τρόπο γίνονται αντιληπτά τα «προνόμια» ως μια αδικία, ως μια ανισότητα δύναμης-ισχύος, ακριβώς γιατί η κοινωνία που ζούμε είναι δομημένη άδικα: ταξική, πατριαρχική, ρατσιστική κτλ. Σε μια κοινωνία ισότητας και αλληλεγγύης, για παράδειγμα, το ότι κάποιος είναι ενδεχομένως πιο δυνατός με την έννοια της φυσικής ρώμης ή με την έννοια των ψυχικών/διανοητικών ικανοτήτων, δε θα σήμαινε τίποτα ως προς την κάλυψη των αναγκών του, σε σχέση με κάποιον που είναι πιο αδύναμος, ούτε θα μπορούσε ο πιο δυνατός να ελέγχει και να εκμεταλλεύεται τον αδύναμο.

Επιλέγοντας να αγωνιστούμε ως αναρχικές για την ελευθερία και την ισότητα, είμαστε δεσμευμένες από τις αρχές μας να παίρνουμε τη θέση του πιο αδύναμου. Παίρνουμε ως μέτρο για την αδικία του κόσμου, τη θέση της πιο κάτω. Αυτή η θεωρητική θέση πρέπει να έχει μια πολύ συγκεκριμένη υλική συνέπεια και αυτή είναι ότι ο αγώνας μας πρέπει να στοχεύει στην ισότητα μέσω της αναδιανομής του πλεονάσματος δύναμης, που υπάρχει στην κοινωνία που ζούμε. Αυτό το πλεόνασμα δύναμης μπορεί να αναδιανεμηθεί είτε με την κατάργησή του ως τέτοιο, όχι όμως μόνο αυτό. Για παράδειγμα, να πάρουμε τα λεφτά των πλουσίων και να τα μοιράσουμε στις φτωχές. Μπορεί επίσης να σημαίνει και αξιοποίηση αυτών των επιπλέον δυνατοτήτων που έχουμε για την ενδυνάμωση των πιο αδύναμων, για την αλλαγή των δομικών συσχετισμών υπέρ των πιο αδύναμων και γενικότερα για τους σκοπούς της κοινωνικής επανάστασης.

 

 

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Με τον όρο δικαιοσύνη δεν εννοούμε απλώς ένα πλαίσιο κανόνων και μεθόδων επίλυσης αδικιών. Δεν αναφερόμαστε, δηλαδή, μόνο στους θεσμούς δικαιοσύνης. Ούτε εννοούμε μια γενική υπερβατική αρχή ή έννοια δικαίου, ανεξάρτητη και ουδέτερη από τις ιδεολογικές τοποθετήσεις. Την αντιλαμβανόμαστε μάλλον ως μια κατάσταση, στην οποία ικανοποιούνται οι αρχές της κοινότητάς μας, οι οποίες ορίζουν και το τι είναι δίκαιο. Ταυτόχρονα, αντιλαμβανόμαστε τη δικαιοσύνη ως μια δύναμη που μας παρακινεί διαρκώς. Με αυτή την έννοια, ο ρόλος μας ως αναρχικοί δεν είναι να αποδώσουμε εμείς δικαιοσύνη ως κάποιοι αδέκαστοι δικαστές. Στόχος μας είναι να δημιουργούμε διαρκώς αυτή την κατάσταση δικαιοσύνης, όπου θα πληρούνται οι αρχές μας. Οι πρακτικές λύσεις που θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε ή οι θεσμοί που θα μπορούσαμε να φανταστούμε, πρέπει να εξυπηρετούν αυτόν ακριβώς τον σκοπό, να μας βοηθούν να εντοπίζουμε την αδικία και να δημιουργούμε τις κατάλληλες συνθήκες για να αποκαθίσταται η ισότητα.

Το τι θεωρείται δίκαιο ορίζεται από τους σκοπούς μιας κοινότητας ή μιας κοινωνίας. Από την ελευθεριακή σκοπιά, που στόχος μας είναι η ελευθερία, η ισότητα και η αλληλεγγύη, δίκαιο είναι ό,τι εξυπηρετεί αυτούς τους στόχους. Άρα, αντίστοιχα, άδικο είναι ό,τι αντιτίθεται σε αυτούς. Επομένως, η δική μας δικαιοσύνη πρέπει να στρέφεται ενάντια στην ανισορροπία ισχύος και να στοχεύει στην αποκατάσταση οποιασδήποτε τέτοιας ανισότητας. Οι διαφορετικοί σκοποί, οι οποίοι συγκρούονται μέσα στην κοινωνία, παράγουν και διαφορετικά δίκαια που, επίσης, συγκρούονται και ανταγωνίζονται μεταξύ τους.

 

ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ

«Πιστεύω μόνο ό,τι μπορεί να αποδειχτεί. Ξέρω όμως πολύ καλά ότι οι αποδείξεις είναι σχετικές και συνεχώς ακυρώνονται ή ξεπερνιούνται από άλλες. Η αμφισβήτηση λοιπόν πρέπει να είναι η κινητήρια δύναμη όσων θέλουν να φτάσουν κοντά στην αλήθεια. Στη θέληση για πίστη, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ακύρωση της λογικής, αντιτάσσω τη θέληση για γνώση, ώστε το τεράστιο πεδίο της έρευνας και της ανακάλυψης να είναι ανοιχτό για μας. Όπως έχω ήδη πει, αποδέχομαι μόνο ό,τι μπορεί να αποδειχθεί με τρόπο που δεν αφήνει λογικά κενά και το ενστερνίζομαι σε σχετικό βαθμό, πάντα προσδοκώντας νέες, πιο ολοκληρωμένες αλήθειες.»

Malatesta, «Αναρχισμός και Επιστήμη»

 

Κομμάτι τόσο της προσπάθειάς μας να καταλάβουμε τον κόσμο και να πάρουμε θέση για όσα συμβαίνουν, όσο και της διαρκούς διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης αποτελεί η αναζήτηση της αλήθειας. Η αλήθεια ως έννοια δεν έχει νόημα ή δεν μπορούμε να την κατανοήσουμε χωρίς συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ο μόνος τρόπος για να μιλήσουμε για Αλήθεια του κόσμου, των γεγονότων, της ιστορίας, είναι αν οριοθετήσουμε ένα πλαίσιο εντός του οποίου έχει νόημα, ως μια αλήθεια πεπερασμένη και μη απόλυτη. Αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε να ορίζεται από 3 σημεία: α) Το πρώτο σημείο είναι το βιολογικό, ιστορικό, κοινωνικό μας υπόβαθρο. Το τι μπορούμε βιολογικά να αντιληφθούμε μέσω των αισθήσεών μας, μαζί με τη συσσώρευση της αφηρημένης γνώσης της ιστορίας και τη συλλογική μνήμη, οριοθετούν κάπως τη συζήτηση για την αλήθεια. β) Το δεύτερο σημείο αποτελείται από τις ικανότητες και τα μέσα που διαθέτουμε για να γνωρίσουμε, δηλαδή, τα εργαλεία ανάλυσης που έχουμε αναπτύξει. Αυτά μπορεί να προκύπτουν είτε μέσα από τη συλλογική εργασία είτε από την ατομική εξειδίκευση της καθεμιάς, αλλά σίγουρα παίζουν σημαντικό ρόλο για τον τρόπο που μιλάμε για την αλήθεια. γ) Τρίτο σημείο είναι οι σκοποί, το όραμα και η στρατηγική. Εντός του πλαισίου που ορίζεται από αυτά τα σημεία μπορούμε να μιλάμε για αλήθεια, για αντικειμενικά δεδομένα και γεγονότα, να την προσεγγίσουμε είτε ως μια ιστορική καταγραφή (καταγραφή γεγονότων) είτε ως ένα σύνολο κοινωνικών συμβάσεων/συμφωνιών, ρητών ή άρρητων (π.χ. λόγω κάποιας παράδοσης). Η εικόνα που έχουμε τελικά για την αλήθεια διαμορφώνεται από τις γενικές αντιλήψεις μας και τους σκοπούς μας, άρα πρέπει για αρχή να προσπαθούμε να είναι ξεκάθαρες οι αντιλήψεις αυτές και οι σκοποί μας.

Κατά συνέπεια κάθε γνώση είναι πάντα υπό διερεύνηση και ποτέ τελική – ακριβώς, επειδή, ορίζεται από το παραπάνω πλαίσιο. Στη ζωή, όμως, βασιζόμαστε πάντα σε βεβαιότητες, λιγότερο ή περισσότερο εφήμερες. Πάντοτε όταν ενεργούμε, το κάνουμε με βάση τέτοιες βεβαιότητες και τις υπερασπιζόμαστε συνειδητά ή ασυνείδητα. Αλλιώς, δεν υφίσταται η δυνατότητα για ζωή και αγώνα. Από μια αναρχική σκοπιά, γνωρίζουμε ότι δεν κατέχουμε καμία απόλυτη αλήθεια και πάντοτε είμαστε ανοιχτοί να τη διερευνήσουμε. Το να θεωρούμε ότι υπάρχει μονάχα μία αλήθεια και την κατέχουμε εμείς, πέρα από μη πραγματικό, είναι και εξουσιαστικό. Ταυτόχρονα, υπερασπιζόμαστε την Αλήθεια που μπορούμε να γνωρίζουμε απέναντι στις στρεβλώσεις της Κυριαρχίας. Άλλωστε, η Κυριαρχία δεν υποστηρίζει την Αλήθεια της φανερώνοντας απλά, ανοιχτά και ξεκάθαρα τους σκοπούς της. Διαχρονικά, θεμελιώνεται βασιζόμενη στο ψέμα, τη μισή αλήθεια και την επιβολή/βία. Δηλαδή, φυσικοποιεί την Αλήθεια της ως μοναδική και ακλόνητη. Δεν επιβάλλουμε σε καμία τίποτα και δεν επιτρέπουμε να μας επιβάλλουν οτιδήποτε, δεν επιβάλλουμε την αλήθεια μας, αλλά δεν δεχόμαστε και τα ψέματά τους.

Από μια αναρχική σκοπιά, η αναζήτηση της αλήθειας πρέπει να ξεκινάει από τη θέση του πιο αδύναμου, μιας και ο σκοπός μας είναι η ισότητα, άρα η κατάργηση της ανισοτιμίας ισχύος. Το βίωμα της αδύναμης πλευράς έχει για εμάς μεγάλη σημασία, καθώς μας δίνει μια οπτική της πραγματικότητας, η οποία συνήθως παραγκωνίζεται από τους ισχυρούς. Επομένως, όταν μας νοιάζει να βρούμε την αλήθεια και να βοηθήσουμε στην αποκατάσταση της δικαιοσύνης, το βίωμα αυτών που έχουν, ιστορικά, αδικηθεί πρέπει να έχει πολύ μεγάλη σημασία. Πρέπει να ξεκινάμε την αναζήτησή μας από την κατανόηση και την ανάδειξη αυτών των βιωμάτων. Ως εργαλείο, μας βοηθούν να αντιληφθούμε καλύτερα τις σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης, καθώς μέσω της εμπειρίας αντιλαμβανόμαστε πολλά ποιοτικά τους χαρακτηριστικά που η αφηρημένη σκέψη δεν μπορεί να τα δει. Επειδή η πραγματικότητα και ο κόσμος δεν είναι φυσική ή επιστημονική κατηγορία, αλλά αποτελούνται από τα πολλά “εμείς”, μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνον όταν είμαστε ικανές να βγάλουμε την ιστορία μέσα από αυτά τα “εμείς”. Οι εμπειρίες των ανθρώπων είναι ο κόσμος, οι πράξεις και οι προθέσεις τους τον διαμορφώνουν. Με αυτή τη λογική, εκτός από το βίωμα των αδύναμων, είναι σημαντικό και το βίωμα της πλευράς των ισχυρών, καθώς μας δείχνει μια πτυχή της πραγματικότητας και αυτό. Μας βοηθάει να καταλάβουμε το υπόβαθρο της κυριαρχικής σχέσης και τους ρόλους των ανθρώπων μέσα σε αυτή.

Το βίωμα, ωστόσο, ως εργαλείο έχει συγκεκριμένα όρια. Το βίωμα ή η έκφρασή του δεν αποτελεί ικανή συνθήκη για να παραχθεί πολιτική ανάλυση, δεν παράγει κριτική σκέψη και πράξη, δεν παράγει στρατηγική. Σίγουρα, το βίωμα πρέπει να είναι μια βάση στην οποία πατάμε και από την οποία ξεκινάμε, αλλά δεν μας παρέχει καμία απολύτως εγγύηση για την πολιτική δουλειά που θέλουμε να κάνουμε. Επιπλέον, συχνά βλέπουμε σε κοινότητες που δίνουν κεντρική θέση στο βίωμα να αποκτά αυτό έναν χαρακτήρα εισιτηρίου στην κοινότητα ή κάποιου είδους σύμβολο κύρους και αξιοπιστίας. Να είναι, δηλαδή, βασικό κριτήριο για το πόσο θα επηρεάσει κανείς τις αποφάσεις για την πολιτική κατεύθυνση μιας ολόκληρης συλλογικότητας. Μπορεί, δηλαδή, να παράξει και ιεραρχία, αν δεν είμαστε προσεκτικές. Ακόμα, στον καπιταλισμό κάθε βίωμα μπορεί να γίνει ένα θεαματικό προϊόν, το οποίο μπορεί να γίνεται εμπόρευμα. Δηλαδή, κυρίως στα social media, το βίωμα μπορεί να είναι εργαλείο που παράγει likes για περσόνες, οι οποίες μπορούν να τα αξιοποιήσουν αυτά με οικονομικό και όχι μόνο τρόπο. Τέλος, το βίωμα είναι πολύ σημαντικό για την πολιτικοποίησή μας γιατί μπορεί να μας ευαισθητοποιεί, να μας παρακινεί και ταυτόχρονα να μας φανερώνει πτυχές της πραγματικότητας που δε γνωρίζαμε, με συνέπεια να ανοίγει και νέες δυνατότητες παρέμβασης. Όμως, δεν παράγει στρατηγική. Στρατηγική παράγει η βαθιά πολιτικοποίηση, η ανάλυση και η διατύπωση ξεκάθαρων στόχων.

 

 

 

ΒΙΑ

«Αναρχία σημαίνει μη βία, μη κυριαρχία ανθρώπου σε άνθρωπο, μη επιβολή βιαίως της βούλησης ενός ή περισσοτέρων στους υπόλοιπους. Είναι μέσω της εναρμόνισης των συμφερόντων, μέσω της εθελουσίας συνεργασίας, της αγάπης, του σεβασμού, της αμοιβαίας ανοχής, είναι μόνο με την πειθώ, το παράδειγμα, τη μεταδοτικότητα και το αμοιβαίο όφελος από την επιείκεια που μπορεί και πρέπει να θριαμβεύσει η αναρχία, δηλαδή μια κοινωνία αδελφών ελευθέρως αλληλέγγυων, η οποία θα εξασφαλίζει στους πάντες τη μέγιστη ελευθερία, τη μέγιστη ανάπτυξη, τη μέγιστη δυνατή ευημερία»

Malatesta, «Αναρχία και Βία»

 

Η βία με την έννοια της φυσικής επιβολής με υλικά ή μη μέσα, είναι κάτι που αντιτίθεται απόλυτα στην αναρχική κοσμοαντίληψη και προοπτική. Βασική μας επιδίωξη είναι ένας κόσμος αποτροπής της βίας ως μέσο επίλυσης των συγκρούσεων, άρνησης της επιβολής, ένας κόσμος ειρήνης και ισότιμης συνεργασίας. Ο σκοπός μας δεν πρέπει ποτέ να είναι η επιβολή. Ούτε και το μέσο μας για να πετύχουμε την ελευθερία μπορεί να είναι η επιβολή. Η πρότασή μας στην κοινωνία είναι η εθελοντική συνεργασία για την οικοδόμηση του κόσμου που θέλουμε. Άλλωστε, η κοινωνία θα πρέπει να ελευθερωθεί από μόνη της και όχι από κάποιους σωτήρες, πολιτικούς, «ειδικούς» ή παπάδες.

Φυσικά, στην πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση υπάρχει μια σύγκρουση διαφορετικών κόσμων, η οποία λαμβάνει και φυσικό χαρακτήρα. Δηλαδή, δεν προτείνουμε οι εξεγερμένοι να προσπαθούν να τα βρουν με τους δυνάστες τους αποφεύγοντας τη βία με κάθε κόστος. Αρκεί να έχουμε πάντα στο νου ότι το επίπεδο της βίας που απαιτείται, δυστυχώς, αποφασίζεται από τους ισχυρούς και πως από πλευράς μας είναι, σχεδόν πάντα, για άμυνα. Άρα η βία γενικά, δεν είναι απορριπτέα σε κάθε περίπτωση. Εξυπηρετεί τον σκοπό της άμυνας και της περιφρούρησης και όχι το σκοπό της επιβολής των αντιλήψεών μας στις εχθρούς μας. Ωστόσο, η βία ως μέσο και πρακτική θα έπρεπε να κρίνεται μόνο από το περιεχόμενο της δράσης της και όχι ως μέσο καθεαυτό. Αυτό που πρέπει να ρωτάμε είναι «τι είδους σχέση προσπαθεί να εγκαθιδρύσει» ή «ποια σχέση προσπαθεί να αποτρέψει η άσκηση της βίας»; Μόνον απαντώντας σε αυτά μπορούμε να αξιολογήσουμε τη βία που ασκείται.

Ταυτόχρονα, είναι σαφές πως για να εφαρμοστεί οποιοδήποτε είδος δικαιοσύνης απαιτείται δύναμη/ισχύς. Αυτό ισχύει και για μια ελευθεριακή δικαιοσύνη που οφείλουμε να εφαρμόζουμε στις κοινότητές μας, αλλά και στους κοινωνικούς αγώνες που συμμετέχουμε. Η διαφορά της αναρχικής, ελευθεριακής δικαιοσύνης από τη δικαιοσύνη της εξουσίας δεν βρίσκεται σε αυτό το σημείο, στο ότι προϋποτίθεται ένα ποσό δύναμης. Η διαφορά της είναι ότι στην πρώτη περίπτωση, η δύναμη είναι μέσον για τον σκοπό της απελευθέρωσης, ενώ στη δεύτερη η δύναμη και η ισχύς ή ακόμα και η αύξηση αυτής της ισχύος είναι ο ίδιος ο σκοπός – γι› αυτό το ονομάζουμε το «δίκαιο του ισχυρού». Από τη στιγμή που με τη δύναμη που έχουμε συγκεντρώσει εφαρμόζουμε το «δίκαιο του ισχυρού», έχουμε περάσει στο στρατόπεδο της εξουσίας.

Η δικαιοσύνη για εμάς έχει ως σκοπό την κατάργηση της σχέσης ισχύος-ιεραρχίας που καθιστά την αδικία, δομικά, εφικτή. Απαιτεί και προϋποθέτει ένα πλεόνασμα δύναμης, για να μπορέσει να εφαρμοστεί. Έτσι, η δικαιοσύνη τείνει να είναι μια πρακτική που εξισορροπεί τις δυνάμεις, που τείνει στην ισότητα και αποτρέπει τις σχέσεις εξουσίας/ εκμετάλλευσης. Το θέμα είναι πώς – με ποιον τρόπο – αυτό το απόθεμα δύναμης συγκεντρώνεται, διατηρείται, διανέμεται και ασκείται; Και εδώ ερχόμαστε να κρίνουμε και να εφαρμόσουμε τα προτάγματά μας στο σύνολό τους υπό το πρίσμα της δυνατότητας για δικαιοσύνη. Για παράδειγμα, η αποκέντρωση ενάντια στη συγκέντρωση, η συνεργασία και η οριζοντιότητα ενάντια στην ιεραρχία, η εθελούσια συναπόφαση ενάντια στην εντολή απ’ έξω. Όλα αυτά τελικά είναι πρακτικές εξισορρόπησης της δύναμης, τόσο που να μη χρειάζεται να φτάνουμε σε έναν διαχωρισμένο τρόπο απονομής δικαιοσύνης. Ή καλύτερα, φαίνεται πως αυτό που ονομάζουμε διακριτό «τρόπο απονομής δικαιοσύνης» είναι μια ανάγκη για εκείνες τις κρίσιμες στιγμές που οι ισορροπίες χάνονται. Όσο καλύτερα λειτουργούν όλες οι πρακτικές μας, τόσο λιγότερο θα χρειαζόμαστε ξεχωριστούς θεσμούς δικαιοσύνης. Και το αντίστροφο: όσο χειρότερα λειτουργούν, τόσο περισσότερο θα αποζητούμε τέτοιους θεσμούς.

 

 

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑ

Αποτελεί το μακροβιότερο, ίσως, σύστημα εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Είναι βαθειά ριζωμένη στις κοινωνίες μας πολύ πριν τη γέννηση του καπιταλισμού. Δεν πρόκειται για ένα σύστημα το οποίο γέννησε ο καπιταλισμός και, συνεπακόλουθα, δεν πιστεύουμε πως ο πόλεμος ενάντια στα αφεντικά θα καταργήσει την εκμετάλλευση των γυναικών.

Η αντρική κυριαρχία και η πειθάρχηση όλων όσων δεν τοποθετούνται ψηλά στην ιεραρχία της πατριαρχίας θεσμοθετείται και από τα κάτω, εντός των υποτελών τάξεων. Η Πατριαρχία είναι μια μορφή Κυριαρχίας όπου οι άνδρες βρίσκονται σε θέσεις ισχύος και ως σχέση αναπαράγεται με σύνθετο τρόπο και με ανάλογες ευθύνες να αφορούν τα διάφορα μέρη αυτής της σχέσης (πχ. Άνδρες – Γυναίκες, Γονείς – Παιδιά, Ετεροφυλόφιλοι – Ομοφυλόφιλοι). Αυτό αφορά και τους αγωνιστές/αγωνίστριες μέσα στα κινήματα και κατ’ εξοχήν τους άνδρες.

Βλέπουμε φυσικά πως ο καπιταλισμός άλλαξε και αλλάζει ριζικά τη μορφή της οικογένειας και την πατριαρχία όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Η σχέση ανάμεσα σε αυτά τα δύο συστήματα εκμετάλλευσης, όπως και η σχέση όλων των συστημάτων εκμετάλλευσης μεταξύ τους, είναι ένα ζήτημα που μας απασχολεί ιδιαίτερα.

Είμαστε δεσμευμένοι από τις ιδέες μας ως αναρχικοί/ες να δουλεύουμε πολύ και στο εσωτερικό των κοινοτήτων μας. Επιπλέον, από τη θέση μας ότι ο πιο προνομιούχος πρέπει να δουλέψει περισσότερο, προκύπτει πως στην προκειμένη περίπτωση οι άντρες δεν πρέπει να περιμένουν τις γυναίκες να τους «εκπαιδεύσουν». Αντίθετα πρέπει να δουλέψουν από μόνοι τους σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά και στις πραγματικές τους σχέσεις. Πρέπει να δουλέψουν πολύ περισσότερο γιατί έχουν μεγαλύτερο δρόμο να διανύσουν και κόντρα στα ατομικά τους συμφέροντα που τους θέλουν εξουσιαστές. Είναι ατομική υπόθεση και ευθύνη του κάθε άντρα ξεχωριστά, αλλά και συλλογική ευθύνη των κοινοτήτων μας να ανακαλύψουν και να ενεργοποιήσουν τις κατάλληλες δομές/διαδικασίες για το σκοπό αυτό.

 

ΚΡΑΤΟΣ

Το κράτος είναι το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων σε μία γεωγραφική επικράτεια που διαμορφώνεται μέσω των πολιτικών, νομοθετικών, δικαστικών, στρατιωτικών, θρησκευτικών και οικονομικών θεσμών. Αποτελεί επομένως έναν φορέα που επιβάλλει, αναπαράγει, διαιωνίζει και εκφράζει τις εξουσιαστικές και εκμεταλλευτικές σχέσεις.

Αιώνες πριν πάρει την νεωτερική (σύγχρονη) του μορφή του έθνους – κράτους, αποτελούσε το κυριότερο μέσο για την διαιώνιση της ανισότητας ανεξάρτητα από τον υφιστάμενο τρόπο παραγωγής και του οικονομικού συστήματος. Το κράτος υπήρξε πάντα η κληρονομιά κάποιας προνομιούχας τάξης: των φεουδαρχικών ή μοναρχικών δυναστειών, της ιερατικής τάξης, των ευγενών, της αστικής τάξης.

Κατά τον μεσαίωνα θεμελιώθηκαν  μερικές από τις πιο σημαντικές θεωρίες προς υπεράσπισης του, έχοντας στον πυρήνα τους το κοινωνικό συμβόλαιο. Την επινόηση δηλαδή ενός σιωπηρού συμβόλαιού μεταξύ των ανθρώπων κατά το οποίο «οικειοθελώς παραχωρούν» στο κράτος το μονοπώλιο της ισχύος και της βίας σε αντάλλαγμα με την παροχή προστασίας δια της νομοθεσίας, του αναγεννημένου πλέον υποκειμένου ως πολίτη.  Παρά τις όποιες αποκλίσεις μεταξύ των θεωριών αυτών, όλες τους αποτέλεσαν τον φιλοσοφικό πυλώνα της αστικής φιλελεύθερης κυριαρχίας, υπερασπίζοντας τον αστικό κοινοβουλευτισμό, την ιδιοκτησία και την αχαλίνωτη συσσώρευση ατομικών δικαιωμάτων.

Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι το κράτος αποτελεί έναν εχθρικό θεσμό σε σχέση με την ανθρώπινη κοινωνία, καθώς προϋποθέτει έναν γενικευμένο ανταγωνισμό εντός της και εξοντώνει την ελευθερία. Με αυτόν τον θεσμό οι άνθρωποι δεν αυτοκυβερνώνται, αλλά κάποιοι άλλοι αναλαμβάνουν αυτόν τον ρόλο, είτε με κληρονομικά, είτε με εκλογικά αποκτηθέντα αξιώματα.

Σε αντίθεση με τις μαρξιστικές/μαρξικές θεωρίες, οι οποίες εξετάζουν το κράτος ως ένα εργαλείο της εκάστοτε άρχουσας τάξης, του οποίου η ανάδυση αποτελεί το προϊόν του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και θα εξαφανιστεί με την κατάρρευση της ταξικής κυριαρχίας, εμείς αντιλαμβανόμαστε μία αυτοτέλεια σε αυτό. Αποτελεί από μόνο του ένα πολιτικό γραφειοκρατικό σώμα, το οποίο διατηρεί ατζέντα, έχει σκοπούς και συμφέροντα. Δεν είναι ένας ουδέτερος οργανισμός που μπορεί να λειτουργήσει στην υπηρεσία των καπιταλιστών ή των εργατών. Κατ’ επέκταση, ένα εργατικό κράτος που θα εφάρμοζε μία σοσιαλιστική οικονομία είναι καταδικασμένο να διαιωνίσει τις σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης.  Χωρίς να αμφισβητούμε επ’ ουδενί την ιστορικότητα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, πιστεύουμε πως η εκμετάλλευση από άνθρωπο σε άνθρωπο δεν είναι οικονομική αλλά πολιτική. Παραθέτουμε τον Πιερ Κλάστρ, ο οποίος με την σειρά του εναντιώθηκε σθεναρά στην παραπάνω οργανική αντίληψη για το κράτος: «Η πρωταρχική διαίρεση- εκείνη που σε τελική ανάλυση θεμελιώνει όλες τις υπόλοιπες-δεν αφορά σε αντιτιθέμενες κοινωνικές ομάδες, σε πλούσιους και φτωχούς, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους. Το πρωταρχικό επίπεδο διαίρεσης της κοινωνίας αφορά σε αυτούς που διατάζουν και σε αυτούς που υπακούν.»

Τέλος, αντιλαμβανόμαστε ότι το κράτος είναι επιπλέον μία οργανωμένη σχέση μεταξύ των μελών μίας κοινωνίας, ένας πολύπλοκος μηχανισμός ανθρώπινης συμπεριφοράς. Παρά το μονοπώλιο της βίας, την αποκλειστική του ιδιότητα του να συντάσσει νόμους και να εγγυάται τη νομιμότητα, η ωμή  δύναμη επιβολής και κυριαρχίας που ασκεί στους υποτελείς του, δεν αρκεί για να συντηρείται και να αναπαράγεται, αλλά προϋποθέτει την ιδεολογική νομιμοποίηση από τους υπηκόους του. Οι άνθρωποι έχουμε εσωτερικεύσει τη λειτουργία, τις πρακτικές και τη φιλοσοφία της κρατικής εξουσίας υποχωρώντας μπροστά στους εκβιασμούς της. Επομένως η καταστροφή του κράτους θα έρθει με την οργανωμένη σύναψη διαφορετικών κοινωνικών σχέσεων, αυτόνομων, που θα διέπονται από ελευθεριακότητα, περιορίζοντας τις κρατικές παρεμβάσεις  σε όλα τα πεδία οργάνωσης των ζωών μας.

 

ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ

Ο καπιταλισμός είναι ένα κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σύστημα που κυριάρχησε στη Δυτική Ευρώπη τον 18ο-19ο αιώνα και στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων έχει εξαπλωθεί σε όλο το πλανήτη με καινοφανείς και καθολικές συνέπειες στο σύνολο της ζωής. Ιστορικά, ο καπιταλισμός έγινε δυνατός με την πρωταρχική συσσώρευση και την περίφραξη των κοινών γαιών, μια διαδικασία, όμως, που στην πραγματικότητα είναι διαρκής, με συνεχώς νέες προσπάθειες συσσώρευσης και επιβολής νέων περιφράξεων. Η διαρκής εμπορευματοποίηση των αξιών χρήσης και η δημιουργία νέων αγορών αποτελούν μέρος της ίδιας διαδικασίας. Σκοπός του είναι η απόκτηση κέρδους μέσω της πώλησης των παραγόμενων εμπορευμάτων στην αγορά.

Χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και ο έλεγχος της χρήσης τους από την τάξη των καπιταλιστών μέσω της οποίας προσπαθούν να επιβάλλουν τις συνθήκες εργασίας και τον μισθό των εργαζομένων. Το προλεταριάτο, η τάξη που δεν έχει τίποτα άλλο πέρα από την εργασιακή της δύναμη, αναγκάζεται να εργαστεί με αντάλλαγμα τον μισθό. Η εντατικοποίηση της εργασίας (μέσω και της ανάπτυξης του σταθερού κεφαλαίου/τεχνολογίας), η μείωση του μισθού σε σύγκριση με τα έσοδα του καπιταλιστή και η φτηνή χρήση των πρώτων υλών είναι οι τρόποι που έχει η καπιταλιστική τάξη για να αυξήσει τα κέρδη της. Αυτοί οι τρόποι εναλλάσσονται ο ένας με τον άλλον. Το κέρδος των καπιταλιστών πραγματοποιείται με την πώληση των παραγόμενων εμπορευμάτων αλλά προκύπτει από την διαφορά ανάμεσα στα έξοδα και τα έσοδα του καπιταλιστή (Χ-Ε-Χ’) και συγκεκριμένα προκύπτει από το μέρος της αμοιβής που ΔΕΝ αποδίδει στους εργαζόμενους (υπεραξία).

Η είσοδος και συμμετοχή στην αγορά των καπιταλιστών και των εργαζομένων, ενώ παρουσιάζεται ως ελεύθερη συμφωνία από την κυρίαρχη ιδεολογία, στην πραγματικότητα αποτελεί μια ανισόμετρη σχέση (εκβιασμό για τους εργαζόμενους)  αφού ο καπιταλιστής συμμετέχει σε αυτήν για την πραγματοποίηση του κέρδους του και ο εργαζόμενος από ανάγκη για να πετύχει ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ως εκ τούτου, η αύξηση της ταχύτητας κυκλοφορίας (παραγωγής/διανομής) του εμπορεύματος αποτελεί αυτοσκοπό της καπιταλιστικής οικονομίας. Αυτό το χαρακτηριστικό συνδυαζόμενο με την τάση του συστήματος για αέναη μεγέθυνση και εξάντληση των πόρων που χρησιμοποιεί, δημιουργεί μια συνθήκη με τεράστιες δυσμενείς συνέπειες για τις κοινωνικές σχέσεις ευρύτερα, τον φυσικό κόσμο και την περιβαλλοντική καταστροφή που έχει επιφέρει.

Αποτελεί αντικείμενο έρευνας και περαιτέρω θεωρητικής επεξεργασίας η ταξική σύνθεση της σημερινής κατάστασης, ο ρόλος των διαφορετικών τάξεων, κοινωνικών και οικονομικών ομάδων στη λειτουργία του συνολικού κοινωνικού συστήματος, η σχέση του κράτους και του καπιταλισμού, οι επιπτώσεις που θα έχει στο φυσικό κόσμο και το σύνολο της κοινωνικής ζωής στον αιώνα που διανύουμε.

 

 

ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ – ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ – ΕΥΘΥΝΕΣ

Δεν αρκεί να είναι κάποιος εκμεταλλευόμενος ή καταπιεσμένος για να είναι υπέρμαχος μιας ελευθεριακής κοινωνικής επανάστασης. Οι προλετάριοι, οι μετανάστες, οι γυναίκες ή οποιαδήποτε άλλη κοινωνική ομάδα δεν έχει κάποια μοιραία και θεόσταλτη ιστορική αποστολή να εκπληρώσει. Για την υπόθεση της ελευθεριακής επανάστασης θα αγωνιστούν όσοι διαθέτουν βούληση και οργανώνονται στη βάση αυτού του σκοπού. Δεν αμφιβάλλουμε πως μια τέτοια επανάσταση θα προκύψει κατά πλειοψηφία από τους εκμεταλλευόμενους και τους καταπιεσμένους αυτού του κόσμου, αλλά αυτό θα γίνει μόνο μέσα από την ενότητα τόσο των συμφερόντων όσο και των ιδεών.

Η προπαγάνδα των ιδεών, των σκοπών μας όπως και η αντίληψή μας για την ελεύθερη ζωή «οφείλουν να εκδηλώνονται με τη μορφή της επίλυσης των προβλημάτων της καθημερινής ζωής, το μέλλον δεν προετοιμάζεται χωρίς δράση στο παρόν, χωρίς επηρεασμό της τωρινής κοινωνικής ζωής».

 

Β.2 Ανάλυση της πραγματικότητας σήμερα

 

Σε παγκόσμια κλίμακα ο ενεργειακός σχεδιασμός των κρατών και ο ανταγωνισμός για τον έλεγχο των φυσικών πόρων καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις διακρατικές σχέσεις, αλλά και το επίπεδο της καταστροφής του περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα κομβικός είναι ο ρόλος της ανάπτυξης της τεχνολογίας και της έρευνας. Πέρα από αντικείμενο ανταγωνισμού μεταξύ πολυεθνικών κολοσσών, η τεχνοεπιστήμη είναι ένας από τους βασικότερους μηχανισμούς επέκτασης της κυριαρχίας στον 21ο αιώνα, κάτι που έγινε ιδιαίτερα αντιληπτό στην εποχή του Covid. Ιδιαίτερα η περίοδος της πανδημίας και η διαχείρισή της σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ένα κρίσιμο ζήτημα της εποχής μας[1]. Μέσα σε αυτή τη συγκυρία έχουν αναδειχθεί και οξυνθεί διεθνείς συγκρούσεις, οι οποίες παίρνουν σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και τη μορφή της πολεμικής σύρραξης.

Οι εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο γίνονται αντιληπτές με ποικίλους τρόπους σε μια πιο κοντινή κλίμακα, στην Ευρώπη, τα Βαλκάνια και την ανατολική Μεσόγειο. Οι επιπτώσεις της κρίσης είναι ήδη φανερές στην αύξηση του κόστους ζωής, ενώ κρατικοί εκπρόσωποι μιλούν ήδη για την επερχόμενη επισιτιστική κρίση στην Ευρώπη, απόρροια, όπως λένε, του πολέμου στην Ουκρανία. Η κρίση, η συνεπακόλουθη φτώχεια και οι πόλεμοι στην περιοχή μας αναπόφευκτα εντείνουν τη μετανάστευση και η ΕΕ μαζί με την Τουρκία σχεδιάζουν τη στρατιωτική διαχείριση των μεταναστών. Ταυτόχρονα, ο πράσινος καπιταλισμός παρουσιάζεται από τα κράτη της δύσης ως το αντίδοτο στην καταστροφή του περιβάλλοντος και η στρατηγική της ΕΕ για απεξάρτηση από το πετρέλαιο πιέζει για την επέκταση των ΑΠΕ.

Ιδιαίτερα το ελληνικό κράτος προσπαθεί να διατηρήσει και να αναβαθμίσει το ρόλο του στη γεωπολιτική σκακιέρα, μέσα από την επιτάχυνση της πολεμικής του προετοιμασίας και τη συμμετοχή σε διακρατικές συμμαχίες, με φόντο τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό. Στρατηγικός του στόχος είναι η άνοδος διάφορων οικονομικών δραστηριοτήτων, με επίκεντρο τον τουρισμό, αλλά και  την ενέργεια, την έρευνα, τις εφοδιαστικές αλυσίδες και την αγροτική παραγωγή. Αναγκαίο βήμα για το ελληνικό κράτος είναι η εργασιακή αναδιάρθρωση με την επέκταση του εργάσιμου χρόνου και τη μείωση των εργατικών δικαιωμάτων. Την ίδια στιγμή επιχειρείται η πλήρης ιδιωτικοποίηση της υγείας και της εκπαίδευσης.

Οι επιθέσεις στην εργασία, στην υγεία, στην παιδεία, στο δικαίωμα στέγασης, στους δημόσιους χώρους και το περιβάλλον, καθώς και η αύξηση του κόστους ζωής εν γένει, η διαχείριση του μεταναστευτικού και η άνοδος του εθνικισμού είναι μερικά από τα κρίσιμα σημεία του κοινωνικού πολέμου στην ελληνική επικράτεια.

Πιο συγκεκριμένα:

ΕΞΕΥΓΕΝΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ – ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΧΩΡΟΙ

Όπως φαίνεται και στο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας (ΡΣΑ)[2], ο στόχος είναι η ανάδειξη της Αττικής ως τουριστικού προορισμού πολυτελείας. Σε πανελλαδικό επίπεδο συμπεριλαμβανομένης και της Αθήνας αναμένουμε επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις σε διάφορους οικονομικούς κλάδους  με κυρίαρχο αυτόν του τουρισμού. Τόσο το κέντρο της Αθήνας όσο και οι γειτονιές γίνονται όλο και πιο τουριστικές. Η επένδυση στο Ελληνικό, οι περιφράξεις σε όλο και περισσότερους δασικούς όγκους γύρω από το κέντρο της Αθήνας δείχνουν την ένταση της επίθεσης που δέχονται ήδη οι δημόσιοι χώροι. Σε πολλές περιπτώσεις αυτή η «ανάγκη» για «αναβάθμιση και ανάπτυξη» δίνουν το πράσινο φως στην καταστολή των πιο αδύναμων.

Η τουριστικοποίηση αποτελεί ευκαιρία και για πολλούς μικρούς και μεγάλους ιδιοκτήτες διαμερισμάτων. Όλοι αυτοί οι τουρίστες αποτελούν μια δεξαμενή ενοικιαστών βραχυχρόνιας μίσθωσης με μεγάλο εισόδημα. Η συνέπεια είναι πως τα ενοίκια έχουν εκτιναχτεί τα τελευταία χρόνια σε όλες τις περιοχές που βρίσκονται κοντά στο κέντρο της πόλης.

Αυτή η τουριστική ανάπλαση, η οποία αποτελεί κεντρικό στρατηγικό πλάνο του ελληνικού κράτους, επηρεάζει ήδη το κόστος και την ποιότητα ζωής μας. Ο μόνος τρόπος να μην επιδεινωθεί η κατάσταση τα επόμενα χρόνια είναι η ισχυροποίηση των κοινωνικών κινημάτων υπεράσπισης των δημόσιων χώρων, η χάραξη αυτόνομης, μαχητικής αδιαμεσολάβητης στρατηγικής ενάντια στους κρατικούς σχεδιασμούς.

 

ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

Σε διεθνή κλίμακα το ελληνικό κράτος επιθυμεί την αναβάθμισή του ως Πύλη της Ανατολικής Μεσογείου των μεταφορών  στην ΕΕ και τα Βαλκάνια. Άμεσοι στόχοι (20ετίας) είναι η αναβάθμιση όλων των μεταφορών και των εφοδιαστικών αλυσίδων με την επιδίωξη για προστιθέμενη αξία μέσα από το διαμετακομιστικό εμπόριο. Μια έμφαση έχει δοθεί στην προοπτική των σιδηροδρόμων που είναι αρκετά υποβαθμισμένοι στην Ελλάδα.

Ο στρατηγικός στόχος είναι η ενοποίηση των αγορών και η επιτάχυνση της κυκλοφορίας του εμπορεύματος με έναν τρόπο που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες ανταγωνιστικότητας της ΕΕ και να προσαρμόζεται στις νέες ενεργειακές απαιτήσεις απεξάρτησης από το πετρέλαιο.

Εντός της Αττικής, η επιχειρούμενη αναβάθμιση των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, κυρίως μέσα από τις νέες γραμμές του Μετρό, έχει ως βασικό στόχο τη γρηγορότερη και αποτελεσματικότερη μετακίνηση εργαζομένων εντός της μητρόπολης. Έτσι γίνεται δυνατή η καλύτερη εξυπηρέτηση πυκνοκατοικημένων περιοχών και σημαντικών εγκαταστάσεων, ενώ γίνεται εφικτή η μεταφορά πολλών υπηρεσιών, δομών και μαζικών χώρων εργασίας  εκτός του κέντρου της Αθήνας. Αυτός ο τελευταίος στόχος εναρμονίζεται με την επιχειρούμενη τουριστική αναβάθμιση του κέντρου της Αθήνας. Ένα κέντρο χωρίς κεντρικές υπηρεσίες και υπουργεία γίνεται πιο ελκυστικό για τουρίστες, ενώ περιορίζει και τη δυνατότητα μαζικών διαδηλώσεων και διαμαρτυριών.

Φυσικά με τους σταθμούς που ήδη χτίζονται σε όλη την Αθήνα, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για το φυσικό περιβάλλον από κόψιμο δέντρων και την πιθανή διαταραχή υπόγειων ρευμάτων. Ταυτόχρονα η όψη των γειτονιών αλλάζει άρδην, αφού οι πλατείες όπου τοποθετούνται οι σταθμοί, θα πλημμυρίσουν σύντομα με κάθε λογής τραπεζοκαθίσματα που περιορίζουν το δημόσιο χώρο.

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙO

Η δραστική ενίσχυση της σύνδεσης μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων αποτελεί διακηρυγμένο στόχο του ελληνικού κράτους εδώ και χρόνια. Υπουργείο παιδείας και πρυτάνεις συμφωνούν πως τα πανεπιστήμια και οι επιχειρήσεις πρέπει να συνεργαστούν για να προωθήσουν την καινοτομία και να διασφαλίσουν ότι οι νέοι απόφοιτοι θα βρίσκουν δουλειά αντίστοιχη των σπουδών και ικανοτήτων τους. Στόχος του κρατικού σχεδιασμού είναι να συμβαδίζουν τα ελληνικά πανεπιστήμια με τα νεοφιλελεύθερα ευρωπαϊκά πρότυπα.

Συνδέοντας τις γειτονιές που διαμένουμε με τους πανεπιστημιακούς χώρους που υπάρχουν σε αυτές, οφείλουμε να μελετήσουμε την αναδιάρθρωση που εξαγγέλλεται για την εκπαίδευση καθώς επηρεάζει τόσο την φυσιογνωμία των χώρων αυτών καθώς και την ανθρωπογεωγραφία και τις κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται. Τα πιο πολυσυζητημένα μετρά, η πανεπιστημιακή αστυνομία, η ελεγχόμενη είσοδος στα πανεπιστήμια και η διαμόρφωση νέου πειθαρχικού δικαίου για τους φοιτητές και τους εργαζομένους στα ΑΕΙ δεν είναι κάποιο βίτσιο της δεξιάς αλλά αντίθετα ο τρόπος που χρησιμοποιεί για να προστατέψει τα κρατικά σχέδια από τις “αντιστεκόμενες μειοψηφίες”.

 

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ

Διάφορες στρατηγικές κατευθύνσεις του ελληνικού κράτους περνούν μέσα από τη διαχείριση του μεταναστευτικού. Ήδη, εδώ και δεκαετίες, η Ελλάδα έχει αποκτήσει μεγάλη εμπειρία στην εκμετάλλευση των μεταναστών ως φθηνά εργατικά χέρια στους χώρους με τις χειρότερες συνθήκες εργασίας. Ακόμα, ο έλεγχος των μεταναστευτικών ροών για λογαριασμό της Ευρώπης, η φύλαξη των ευρωπαϊκών συνόρων με επαναπροωθήσεις, οι συλλήψεις, η καταγραφή των μεταναστών  χρησιμοποιείται ως μέσο για την αναβάθμιση της γεωστρατηγικής ισχύος της χώρας και φυσικά ως μέσο πίεσης προς γειτονικές χώρες – κυρίως  την Τουρκία. Όλα αυτά δείχνουν πως ο πόλεμος που διεξάγεται από το ελληνικό κράτος προς τους μετανάστες θα οξυνθεί τα επόμενα χρόνια.

 

Γ. ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

Η οργάνωση δεν αποτελεί κάποιου είδους αυτοσκοπό αλλά είναι ένα εργαλείο πάλης και προπαγάνδας. Γι’ αυτό, η οργάνωση στη βάση της ενότητας των ιδεών και των σκοπών μας για έναν ελεύθερο κόσμο είναι αναγκαία για την υπεράσπιση και την ανάπτυξη του αγώνα μας. Οι κοινές δράσεις με οργανώσεις με διαφορετικούς σκοπούς είναι ένα ζήτημα τακτικής που αποφασίζεται κάθε φορά υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται η ανεξαρτησία και η αυτονομία της πολιτικής μας προς όφελος μιας υποτιθέμενης υπεροχής των υλικών δυνάμεων.

Σκοπός μιας αναρχικής οργάνωσης

Σκοπός μιας αναρχικής οργάνωσης, όπως εμείς την αντιλαμβανόμαστε, είναι η παρέμβαση εντός του κοινωνικού σώματος με στόχο την ώθηση των αγώνων και της πάλης των ιδεών προς μια κατεύθυνση χειραφέτησης και αυτονόμησης της κοινωνίας. Η καταστροφή της κοινωνίας της εκμετάλλευσης μπορεί να επιτευχθεί μόνο δια μέσω της μακρόσυρτης διαδικασίας του ενεργού μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων. Αυτήν τη διαδικασία αντιλαμβανόμαστε ως κοινωνική επανάσταση και την αναγνωρίζουμε ως μία διαρκή συνειδησιακή μετατόπιση που απαιτεί αποφασιστικότητα, βούληση, φαντασιακή και κατασκευαστική ικανότητα από τα υποκείμενα που εμπλέκονται. Η κοινωνική επανάσταση συνεπώς για μας δεν αποτελεί μια χρονική στιγμή “κατάληψης των ανακτόρων από τις από κάτω”, αντιθέτως είναι μια διαρκής αναμέτρηση των ιδεών που εξαρτάται από την δική μας κοινωνική παρέμβαση- παρουσία, εργασία και επιρροή μέσα στους κοινωνικούς αγώνες. Η επανάσταση θα αναπτυχθεί μέσα από την κοινωνία και δεν θα είναι μία πολιτική-αναρχική επανάσταση, με δρώντες μονάχα οργανωμένους αναρχικούς. Αυτός ο στόχος από μόνος του υπαγορεύει και τον τρόπο παρέμβασης της οργάνωσης στους κοινωνικούς αγώνες. Η οργάνωση θέλουμε να δρα ενισχυτικά και ενδυναμωτικά μέσα στους κοινωνικούς αγώνες προσπαθώντας να τους εμποτίσει με τις αναρχικές αξίες της αλληλεγγύης-ισότητας-ελευθερίας, χωρίς να προσπαθεί να ηγεμονεύει μέσα σε αυτούς, αλλά αντίθετα δρώντας σαν καταλύτης που ριζοσπαστικοποιεί τα αιτήματα και τους τρόπους δράσης και λήψης αποφάσεων (οριζόντια, ακηδεμόνευτα).

 

Οργανωτικός Δυισμός[3]

Σε στρατηγικό επίπεδο κάνουμε την διάκριση ανάμεσα σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, γνωστή και ως «Οργανωτικός Δυισμός». Η διάκριση αυτή είναι τεχνητή, με την έννοια πως δεν σκοπεύει να περιγράψει καλύτερα το πως είναι ο κόσμος αλλά μας βοηθά να οργανώσουμε καλύτερα την δουλειά μας με βάση τις αξιακές μας θέσεις. Εκκινώντας, δηλαδή, από την αντίληψη ότι οι αναρχικοί δεν σκοπεύουν στην κατάληψη της πολιτικής εξουσίας αλλά στην κοινωνική επανάσταση από τα κάτω έπεται πως η συγκρότηση σε πολιτικές αναρχικές οργανώσεις δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να σκοπεύει να έχει έναν ρόλο καθοδηγητή ή πρωτοπόρου της κοινωνίας.

Το πρώτο επίπεδο είναι το “κοινωνικό επίπεδο” και απαρτίζεται από τα λαϊκά κινήματα, τα σωματεία, τις συνελεύσεις γειτονιών, τις πρωτοβουλίες πολιτών κτλ. Το δεύτερο επίπεδο είναι το “πολιτικό επίπεδο” που αποτελείται από πολιτικές, αναρχικές οργανώσεις που βρίσκονται συσπειρωμένες γύρω από μια καθορισμένη πολιτική και ιδεολογική βάση. Με βάση αυτή διάκριση οι αναρχικοί καλούνται από τη μια μεριά, να συγκροτούν αναρχικές ειδικές πολιτικές οργανώσεις και να είναι ενεργά μέλη τους και από την άλλη, να συμμετέχουν συστηματικά με συνέπεια και σταθερότητα στο κοινωνικό επίπεδο, αντί για περιστασιακές και ευκαιριακές παρεμβάσεις. Η σχέση ανάμεσα στα δύο επίπεδα είναι μια σχέση σταθερής αλληλοτροφοδότησης. Ως πολιτικά συγκροτημένοι αγωνιστές οφείλουμε να δρούμε ως καταλύτης μέσα στα κοινωνικά κινήματα και να τα τροφοδοτούμε με τις ελευθεριακές αξίες και πρακτικές που θα δημιουργήσουν ισχυρές βάσεις για έναν επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Ως μέρος της κοινωνίας, είναι μέσα στα κοινωνικά κινήματα που θα μάθουμε ποια είναι τα κρίσιμα ζητήματα για τα οποία μπορούμε να αγωνιστούμε και θα πρέπει να τροφοδοτούμε το πολιτικό επίπεδο με εμπειρίες, γνώσεις και μεθόδους που μόνο μέσα στο κοινωνικό αναπτύσσονται.

 

Σχετικά με το πολιτικό επίπεδο:

Αναγνωρίζουμε την αναγκαιότητα οργάνωσης στο πολιτικό επίπεδο με σκοπό να μπορούν οι αναρχικοί που έχουν μια κοινή αξιακή και θεωρητική βάση να επεξεργάζονται, να εμβαθύνουν και να αναπτύσσουν τις θέσεις τους με έναν συστηματικό τρόπο και να μπορούν να παρουσιάζουν στην κοινωνία μια συνεκτική και ρεαλιστική πρόταση. Σε άλλη περίπτωση, μη οργάνωσης στο πολιτικό επίπεδο αλλά διάλυσής τους εντός του κοινωνικού επιπέδου, είναι σύνηθες να υιοθετούν εν τέλει άλλες πολιτικές και ασαφείς αντιλήψεις, να είναι αδύναμοι μπροστά στην πάλη με άλλα πολιτικά ρεύματα και να καθηλώνουν τις αναρχικές προτάσεις σε ένα επιφανειακό-συνθηματικό επίπεδο. Έτσι, αδυνατούν να πείσουν τη κοινωνία για την ορθότητα και την προοπτική των αναρχικών επαναστατικών ιδεών. Σκοπός της οργάνωσης στο πολιτικό επίπεδο είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ιδεολογική συνοχή και η συστηματική τους παρέμβαση στο κοινωνικό επίπεδο με σαφήνεια στις ιδέες και προτάσεις τους.

Για να επιτευχθεί η συνοχή που απαιτείται ώστε να είμαστε αποτελεσματικοί θα πρέπει να επιτυγχάνεται μια τριπλή συμφωνία θέσεων, σε αντιπαραβολή με μια χαλαρή συμφωνία ή ομάδες αναγκαστικής σύνθεσης των υπαρχόντων μερών ακόμα κι αν οι απόψεις δεν συντίθεται αρμονικά (τύπου ομάδες συγγένειας).

Επιδιώκουμε, δηλαδή, την συγκρότηση στο πολιτικό επίπεδο ως εξής:

  • Συμφωνία στο αξιακό, ιδεολογικό, ηθικό επίπεδο. Αυτό αφορά τη διατύπωση όλων εκείνων των ιδεών που αφορούν τον κόσμο που θέλουμε να δημιουργήσουμε, τον κόσμο που προτείνουμε για την κατάργηση της εξουσίας και της εκμετάλλευσης.
  • Συμφωνία στο αναλυτικό, θεωρητικό επίπεδο. Αυτό αφορά τη συμφωνία ως προς τις θέσεις μας για τον κόσμο που ζούμε σήμερα, τις συνθήκες, τις τάσεις και τις δυνάμεις που τον καθορίζουν και εντός των οποίων καλούμαστε να παρέμβουμε.
  • Συμφωνία στο στρατηγικό επίπεδο. Αυτό αφορά τη συμφωνία για τον τρόπο που θα πρέπει ως αναρχικοί να παρεμβαίνουμε στην πραγματικότητα με βάση τους σκοπούς μας. Συμφωνία που αφορά την παρέμβασή μας στα πλαίσια μιας εύλογης χρονικής διάρκειας και όχι δράσεις μερικών εβδομάδων.

 

Ως τακτική εννοούμε την υλοποίηση της στρατηγικής σε ένα πρακτικό/επιχειρησιακό επίπεδο μέσα σε μια άμεση και σύντομη κλίμακα χρόνου. Έτσι, δεν θεωρούμε ότι η συμφωνία σε επίπεδο τακτικής είναι απαραίτητη αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει οι τακτικές που υλοποιούνται να είναι αντιπαραθετικές με την τριπλή συμφωνία.

 

Αποτελεί βασικό στόχο της οργάνωσης η συστηματική πολιτικοποίηση των μελών της, με δομές αυτομόρφωσης που θα εμβαθύνουν σε αξιακά αναρχικά θέματα, καθώς επίσης και δομές που θα προσπαθούν να αναλύουν την ολοένα και περιπλοκότερη πραγματικότητα που ζούμε και να προτείνουν απαντήσεις. Πρέπει η οργάνωση να τροφοδοτεί τον εκάστοτε αγώνα με πλήθος αγωνιστών, έναν κατάλληλο αριθμό που να μπορεί να βοηθήσει ή να συντονίζει groups of tendencies.[4] Επιπλέον, η οργάνωση οφείλει να προσφέρει στα μέλη της:

  • ανάλυση της πραγματικότητας όσον αφορά τα πεδία αγώνα που αφορούν τα κοινωνικά κινήματα.
  • αποσαφήνιση των τακτικών που θα βοηθήσουν την παρέμβαση στο κοινωνικό με σκοπό τη νίκη των επιμέρους επιδιώξεων των κινημάτων αλλά και την διάχυση των ελευθεριακών πρακτικών.
  • επεξήγηση των τακτικών/στρατηγικών απέναντι σε «ανταγωνιστικά» ιδεολογικά στρατόπεδα. Αποδόμηση της στρατηγικής και των επιμέρους τακτικών άλλων αγωνιστικών ρευμάτων.

 

Σχετικά με το κοινωνικό επίπεδο:

Οι σκοποί που θα επιδιώκουν τα μέλη μας μέσα στα κοινωνικά κινήματα μπορούν να κωδικοποιηθούν ως εξής:

  • Η βάση συγκρότησης ενός κινήματος να μην έχει ιδεολογικά κριτήρια (με την έννοια του να μην μετατρέπονται σε άτυπες ομοιογενείς ιδεολογικές ομάδες)
  • Τα κινήματα αυτά να έχουν ταξικά χαρακτηριστικά, δηλαδή, κινήματα που να έχουν σφυρηλατηθεί από τους αγώνες των εκμεταλλευόμενων τάξεων.
  • Η μαχητικότητά τους πρέπει να έχει στόχο κατακτήσεις μέσω των αγώνων και όχι μέσα από ταξική συνεργασία ή κυβερνητικές συμφωνίες.
  • Να χαρακτηρίζονται από αυτονομία σε σχέση με άτομα, θεσμικές οργανώσεις και κρατικούς θεσμούς, κόμματα κ.τ.λ.
  • Να προωθούν την άμεση δράση ως μια μορφή εγγύησης ταξικών κατακτήσεων με τους αγώνες της ίδιας της τάξης, χωρίς να συμμετέχουν στις λειτουργίες της αστικής δημοκρατίας.
  • Να λαμβάνουν τις αποφάσεις τους μέσω της άμεσης δημοκρατίας, δηλαδή, κινήματα που οργανώνονται οριζόντια, με τις αποφάσεις να παίρνονται από όλους όσους εμπλέκονται στη διαδικασία του αγώνα, χωρίς ηγεσίες αποξενωμένες από τη βάση και υπέρ της αυτοδιεύθυνσης και του φεντεραλισμού.
  • Κάθε αγώνας να βάζει την προοπτική της βελτίωσης της θέσης μας και όχι απλά της εξασφάλισης της μη χειροτέρευσης αυτής. Πλάι στην καταστροφή χρειάζεται και δημιουργία, αλλιώς το κενό θα καλύψει η κυριαρχία.
  • Μακροπρόθεσμη προοπτική στους αγώνες με βάση τον στόχο της κοινωνικής επανάστασης.

Κωδικοποιούμε επίσης και τους τρόπους/μεθόδους παρέμβασης των μελών μας στο κοινωνικό επίπεδο:

  • Οφείλουμε να παρεμβαίνουμε με σταθερότητα, έχοντας συνεχή και συνεπή παρουσία και στόχο το χτίσιμο σχέσεων εμπιστοσύνης με την βάση του αγώνα. Το αντίθετο μας απομακρύνει από το πραγματικό πεδίο του αγώνα και υποδηλώνει μία προσπάθεια ηγεμονίας. Είμαστε μέρος της κοινωνίας και όχι απλοί σύμβουλοι αγώνα.
  • Τα αναρχικά προτάγματα και οι θέσεις πρέπει να αναπτύσσονται με σαφήνεια και τρόπο κατανοητό. Ανάδειξη των κοινών ανάμεσα στις αναρχικές πρακτικές και σε αυτές που χρησιμοποιούνται από τις κοινωνικές βάσεις.
  • Οφείλουμε να αποφεύγουμε με κάθε δυνατό τρόπο κατά την εμπλοκή μας στους αγώνες, την ικανοποίηση προσωπικών ματαιοδοξιών και ηγεμονικών τάσεων επιβολής, και την στείρα εμπλοκή σε μικροπολιτικές έριδες ανάμεσα στα ιδεολογικά στρατόπεδα. Οφείλουμε να είμαστε οι ίδιοι κοινωνοί της αναρχικής ηθικής που προτάσσουμε.
  • Να αποτελούμε φορείς συνέχισης της ιστορικής μνήμης αγώνων και επιθέσεων του παρελθόντος. Υπενθύμιση τι βοήθησε σε νίκες και τι όχι. Έτσι συντελούμε στο σπάσιμο του φόβου, την ηττοπάθεια, και την αποφυγή παρελθοντικών λαθών.

 

 

Στρατηγικός στόχος της ομάδας, σε αυτό το στάδιο, είναι η δημιουργία μιας αναρχικής ειδικής οργάνωσης, όσο το δυνατόν πλατύτερη γεωγραφικά και μαζικότερη από άποψη μελών.

Με βάση τον στόχο αυτό προτείνουμε στους αναρχικούς που συμφωνούν με το σκεπτικό αυτό να προχωρήσουμε στις κατάλληλες διαδικασίες. Οι ομάδες και τα άτομα που θα συμφωνήσουν θα δημιουργήσουν ένα κοινό πλαίσιο αρχών που θα ορίζει τις αξιακές συμφωνίες, την κοινή ανάλυση της πραγματικότητας και τους στρατηγικούς στόχους. Με αυτή την έννοια, κάθε ομάδα από αυτές που έχουν δημιουργήσει την ειδική οργάνωση θα αυτοδιαλυθεί εντός της δημιουργημένης οργάνωσης. Παράλληλα, εμείς οφείλουμε να κάνουμε τις αναγκαίες οργανωτικές αλλαγές και κινήσεις που απαιτούνται γι’ αυτόν τον σκοπό. Μέχρι τη δημιουργία μιας αναρχικής ειδικής οργάνωσης λειτουργούμε ως προεικόνιση του σκοπού μας, με βάση την λογική της αρμονίας ανάμεσα στα μέσα και τους σκοπούς.

 

 

 

Yπόγειος Ιλισός

Αναρχική Ομάδα στην Αθήνα

Φεβρουάριος 2024

 

[1] Πιο αναλυτικά για τον Covid και τη διαχείρισή του σε παγκόσμιο επίπεδο παραπέμπουμε στο κείμενο «Δεν είναι αόρατος ο εχθρός»
https://ypogeios-ilisos.espivblogs.net/2020/04/26/den-einai-aoratos-echthros/

[2] Ν 4277/2014 «Νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας – Αττικής και άλλες διατάξεις».

[3] Βλ. επίσης την ανακοίνωση με τις πηγές που παραθέτουμε εκεί:
«Θέσεις – Κάλεσμα για την οργάνωση των αναρχικών»
https://ypogeios-ilisos.espivblogs.net/2023/07/15/theseis-kalesma-gia-tin-organosi-ton-anarchikon/

[4] βλ. Social Anarchism and Organisation (FARJ), σελ. 68